άλλαμα

άλλαμα
το [άλλαγμα]
το άλλαγμα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλλαγμα — το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) [ἀλλάσσω] η αλλαγή, η μετατροπή νεοελλ. 1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή 2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας 3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”